- μεγαλοεπιχειρηματίας
- ο крупный предприниматель, делец
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεγαλοεπιχειρηματίας — ο ο ιδιοκτήτης πολύ μεγάλων επιχειρήσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., στον πληθ. μεγαλοεπιχειρηματίαι, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek
μεγαλοκαρχαρίας — ο μεγαλοεπιχειρηματίας άπληστος για κέρδη … Dictionary of Greek
Άστορ — (Astor). Οικογένεια Αμερικανών και Άγγλων επιχειρηματιών και πολιτικών γερμανικής καταγωγής. 1. Τζον Τζέικομπ (1763 1848). Μεγαλοεπιχειρηματίας, έμπορος γουναρικών. Μετανάστευσε από τη Γερμανία στις ΗΠΑ, όπου ίδρυσε την πόλη Αστόρια, στις όχθες… … Dictionary of Greek
Μπάλντουιν, Στάνλεϊ — (Stanley Baldwin, 1867 – 1947). Βρετανός πολιτικός. Ήταν μεγαλοεπιχειρηματίας και έγινε μέλος και βουλευτής του Συντηρητικού Κόμματος. Η σταδιοδρομία του ως πολιτικού άρχισε το 1916, όταν συνεργάστηκε με τον Μπόναρ Λο. Διετέλεσε πρωθυπουργός της… … Dictionary of Greek
Νιάρχος, Σταύρος — (Αθήνα 1909 – 1996). Εφοπλιστής και μεγαλοεπιχειρηματίας. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ξεκίνησε τις επαγγελματικές του δραστηριότητες στην αλευροβιομηχανία Ευρώτας της οικογένειάς του, στον Πειραιά, ενώ από το 1934 στράφηκε … Dictionary of Greek
Χάνα, Μάρκος - Αλόντσο — (Hauna, 1837 1904). Αμερικανός πολιτικός και μεγαλοεπιχειρηματίας. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Κλίβελαντ και μετά ασχολήθηκε με εμπορικές και βιομηχανικές επιχειρήσεις. Έγινε μάλιστα ιδιοκτήτης ολόκληρου στόλου πλοίων των λιμνών, τα οποία… … Dictionary of Greek